- δοκώ
- (I)(AM δοκῶ, -έω)Ι. δοκώ αρχ.-μσν. και «δοκεῑ μοι» — νομίζω, θαρρώνεοελλ.(ε)δοκήθηκααντιλήφθηκααρχ.-μσν.1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» — μού φαίνεται ορθό2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.)3. (για πρόσ.) θεωρούμαι, νομίζομαι, υπάρχει η γνώμη για μένα («δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν», Θουκ.)4. θεωρούμαι πως έχω κάποια αξία («κηρύσσω ἐν τοῑς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῑς δοκοῡσι», ΚΔ)αρχ.1. σκέπτομαι, υποθέτω, φαντάζομαι2. (για όνειρο ή φαντασία σε παρωχημένο συνήθως χρόνο) βλέπω, θωρώ3. έχω σκοπό, προτίθεμαι να κάνω4. (απολ.) έχω ή σχηματίζω γνώμη, ιδέα για κάτι5. (συν. σε παρενθετικές φράσεις) νομίζω, πιστεύω (α. «τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης ὄνομα», Πλούτ.)β. «πῶς δοκεῑς;» παρενθετική φράση για να προκαλέσει προσοχή6. «δοκῶ μοι»α) κατά την κρίση μου, φαίνεταιβ) είμαι αποφασισμένος7. φαίνομαι, προσποιούμαι ότι κάνω κάτι8. (για ενέργεια ή επίδραση αντικειμένου στο πνεύμα) α) φαίνομαιβ) (με απρμφ. μέλλ.) φαίνομαι πιθανός, φαίνομαι ή θεωρούμαι ότι έχω πράξει9. (απολ.) φαίνομαι σε αντίθεση με την πραγματικότητα («οὐ δοκεῑν ἄριστος, ἀλλ' εἶναι θέλει», Αισχ.)10. μού φαίνεται καλό, αποφασίζω11. απρόσ. (για κοινή απόφαση, ψήφισμα κ.λπ.) αποφασίζω(«ἔδοξε τῇ βουλῆ καὶ τῷ δήμῳ)12. (με αιτ. απολ.) δόξαναφού αποφασίστηκε, φάνηκε καλό13. (για κατηγορούμενο) αποδεικνύομαι ότι14. είμαι αναγνωρισμένος, παραδεκτός15. συχνά οι σημασίες νομίζω και φαίνομαι αντιπαραβάλλονται («τὸ δοκοῡν ἑκάστῳ τοῡτο καὶ εἶναι τῷ δοκοῡντι» — αυτό που φαίνεται στον καθένα αυτό και υπάρχει γι' αυτόν που τό νομίζει, Πλάτ.)II. (η μτχ. ενεστ. ουδ.) το δοκούν (AM δοκοῡν)φρ. «κατὰ τὸ δοκοῡν»1. όπως αρέσει σε κάποιον, όπως τού φαίνεται σωστό2. αυθαίρετα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το δοκώ, όπως εξάλλου και τα δοκάζω, δοκεύω, σχηματίστηκε από το θ. τού δέχομαι* / δέκομαι και ταυτίζεται μορφολογικά με το λατ. doceo «διδάσκω, εκπαιδεύω». Το ρ. δοκώ «θεωρώ, πιστεύω» αλλά και «θεωρούμαι, νομίζομαι» που αναφέρεται στις έννοιες τής σκέψεως, τής γνώμης ή τής κρίσεως μπορεί να αναχθεί σε μια πρωταρχική, γενική ιδέα, η οποία εμφανίζεται εξίσου στα δέχομαι / δέκομαι, λατ. decet κ.λπ. Είναι η έννοια τής τηρήσεως τής απόλυτης ταυτίσεως ή τής αναλογίας προς αυτό που πρέπει, που αρμόζει.ΠΑΡ. δόκιμος, δόξααρχ.δοκή, δόκημα, δόκησις, δοκώ].————————(II)δοκῶ (-όω) (Α) [δοκός]στεγάζω με δοκάρια.————————(III)δοκώ, η (Α)δόκησις.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δόκος* < δοκώ*].
Dictionary of Greek. 2013.